μονοιάζω — (Μ μονοιάζω) βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ οι πλανήτες τ ουρανού την όρεξ ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τούς… … Dictionary of Greek
μονοιάζω — μόνοιασα, μονοιασμένος 1. αμτβ., αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κάποιον, συμφιλιώνομαι, ομονοώ: Έζησαν μονοιασμένοι μέχρι τα γεράματα. 2. μτβ., κάνω κάποιους να συμφιλιωθούν, συμφιλιώνω: Τους μόνοιασε ένας κοινός τους φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόνοιασμα — το [μονοιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση … Dictionary of Greek
μονιάζω — μονιάζω, μόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αμόνοιαστος — η, ο [μονοιάζω] αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
μονοιασμένα — επίρρ. με σύμπνοια, με ομόνοια, αρμονικά, αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοιασμένος, μτχ. του μονοιάζω] … Dictionary of Greek
μονοιαστός — ή, ό [μονοιάζω] αυτός που είναι συμφιλιωμένος μα κάποιον, μονοιασμένος. επίρρ... μονοιαστά μονιασμένα … Dictionary of Greek
ομονοώ — (ΑΜ ὁμονοῶ, έω) [ομόνους] 1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον 2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον νεοελλ. μσν. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι 2. φέρω σε ομόνοια … Dictionary of Greek